- υδατιδικός
- -ή, -ό, Ν [υδατίδα]ιατρ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υδατίδες κύστεις2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υδατίδες κύστεις3. φρ. «υδατιδικός τρόμος»ιατρ. χαρακτηριστικό αίσθημα δόνησης, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση υδατίδας κύστης ύστερα από απότομη επίκρουση.
Dictionary of Greek. 2013.